Η διδασκαλία συμπερασματικής σκέψης σε παιδιά με προβλήματα στο λόγο είναι σημαντική καθώς τα παιδιά αυτά δυσκολεύονται να παράγουν μόνα τους νόημα από ένα κείμενο βάσει επαγωγικής σκέψης. Οι Brown και Yule ορίζουν την ικανότητα παραγωγής συμπεράσματος σαν την διαδικασία στην οποία υπόκειται ο αναγνώστης προκειμένου να φτάσει στο τελικό μήνυμα που θέλει να περάσει ο εκάστοτε συγγραφέας.
Συμπέρασμα – παράδειγμα
Το συμπέρασμα είναι το αποτέλεσμα επαγωγικής σκέψης σχετικά με το περιεχόμενο ενός γραπτού κειμένου και συχνά αναφέρεται σε αυτό που πιθανώς βλέπει, ακούει, οσμίζεται, γεύεται ή νοιώθει ένας χαρακτήρας είτε είναι διαπίστωση είτε είναι πρόβλεψη. Το συμπέρασμα έρχεται σε αντίθεση με την απλή παρατήρηση ή την κυριολεκτική κατανόηση του λόγου.
Για παράδειγμα, προσέξτε την ακόλουθη παρατήρηση:
«Ήταν μια ζεστή μέρα και ο Βασίλης ίδρωσε, οπότε έμεινε με το σορτάκι για να δροσιστεί».
«Ήταν μια ζεστή μέρα και ο Βασίλης ίδρωσε, οπότε έμεινε με το σορτάκι για να δροσιστεί».
Προσέξτε το συμπέρασμα:
«Ο Βασίλης στάθηκε στην σκιά ενός δέντρου. Άλλαξε ρούχα, έβαλε το σορτσάκι του, και αντηλιακό στο σώμα του».
«Ο Βασίλης στάθηκε στην σκιά ενός δέντρου. Άλλαξε ρούχα, έβαλε το σορτσάκι του, και αντηλιακό στο σώμα του».
Η παρατήρηση παρουσιάζει τα γεγονότα ξεκάθαρα. Γνωρίζουμε ότι είναι μια ζεστή μέρα από την εξής δήλωση, «ήταν μια ζεστή μέρα και ο Βασίλης ίδρωσε».
Στο παράδειγμα της 2ης περιόδου λόγου που απαιτεί εξαγωγή συμπερασμάτων μέσω επαγωγικής σκέψης, δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη δήλωση σχετικά με τη ζεστή μέρα. Παρόλα αυτά, ο αναγνώστης μπορεί να συμπεράνει πως ήταν μια ζεστή μέρα από τις πληροφορίες που έχει: « Ο Βασίλης άλλαξε ρούχα, έβαλε το σορτσάκι του, και αντηλιακό στο σώμα του». Αυτές οι πληροφορίες υποδηλώνουν πως ήταν μια ζεστή μέρα.
Πιθανοί λόγοι που δυσκολεύουν τους μαθητές να συμπεραίνουν πράγματα:
Οι μαθητές δεν έχουν την εμπειρία να απαντούν σε ερωτήσεις συμπερασματικού τύπου καθώς το διδακτικό προσωπικό έχει την τάση να εστιάζει σε ερωτήσεις κυριολεκτικού περιεχομένου μέσα στην τάξη. Δεν δίνουν προτεραιότητα στην δεξιότητα του παιδιού να συμπεραίνει πράγματα.
Οι μαθητές αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν το γνωστικό υπόβαθρο (γενικότερες γνώσεις) ενός θέματος με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συνδέσουν μεταξύ τους πληροφορίες.
Οι μαθητές μπορεί να δυσκολεύονται στην αποκωδικοποίηση πληροφοριών με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αφιερώσουν τους νοητικούς τους πόρους ώστε να κατανοήσουν και να συμπεράνουν το βαθύτερο νόημα ενός κειμένου.
Οι μαθητές εστιάζουν σε άσχετες πληροφορίες του κειμένου και παραλείπουν το βαθύτερο νόημα. Έτσι, είναι πιο δύσκολο για αυτούς να συμπεράνουν στοιχεία με ακρίβεια.
Οι μαθητές έχουν φτωχές δεξιότητες οργάνωσης. Επομένως, φορτώνουν υπερβολικά την λειτουργική τους μνήμη και δεν καταφέρνουν να καταλάβουν σωστά ένα κείμενο.
Οι μαθητές μπορεί να μην έχουν πλούσιο γνωστικό υπόβαθρο ή ανεπτυγμένο λεξιλόγιο. Επιπλέον, ίσως να μην έχουν ακόμη ευελιξία στον τρόπο που σκέφτονται.
Οι μαθητές αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν το γνωστικό υπόβαθρο (γενικότερες γνώσεις) ενός θέματος με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συνδέσουν μεταξύ τους πληροφορίες.
Οι μαθητές μπορεί να δυσκολεύονται στην αποκωδικοποίηση πληροφοριών με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αφιερώσουν τους νοητικούς τους πόρους ώστε να κατανοήσουν και να συμπεράνουν το βαθύτερο νόημα ενός κειμένου.
Οι μαθητές εστιάζουν σε άσχετες πληροφορίες του κειμένου και παραλείπουν το βαθύτερο νόημα. Έτσι, είναι πιο δύσκολο για αυτούς να συμπεράνουν στοιχεία με ακρίβεια.
Οι μαθητές έχουν φτωχές δεξιότητες οργάνωσης. Επομένως, φορτώνουν υπερβολικά την λειτουργική τους μνήμη και δεν καταφέρνουν να καταλάβουν σωστά ένα κείμενο.
Οι μαθητές μπορεί να μην έχουν πλούσιο γνωστικό υπόβαθρο ή ανεπτυγμένο λεξιλόγιο. Επιπλέον, ίσως να μην έχουν ακόμη ευελιξία στον τρόπο που σκέφτονται.
Η ικανότητα εξαγωγής συμπερασμάτων δεν προκύπτει από μόνη της. Η ικανότητα των μαθητών σχολικής ηλικίας να συμπεραίνουν πράγματα συνδέεται άμεσα με την αδυναμία κατανόησης μέσω της ανάγνωσης και με άλλες δυσκολίες στον λόγο.
Από την άλλη, η συμπερασματική σκέψη μπορεί να είναι μια δύσκολη δεξιότητα προς κατάκτηση για παιδιά με προβλήματα στο λόγο τους. Η παραγωγή συμπερασμάτων εξαρτάται από την καλή γνώση των λέξεων και του κόσμου – μια επαρκής γνώση λεξιλογίου και μια εκτεταμένη γνώση σημασιολογίας των λέξεων. Γνωρίζουμε πως τα παιδιά με προβλήματα στο λόγο δεν έχουν συχνά πλούσιο λεξιλόγιο με αποτέλεσμα να περιορίζεται η ικανότητά τους να καταλαβαίνουν πληροφορίες που δεν δηλώνονται ξεκάθαρα σε ένα κείμενο.
Διδάσκοντας τα παιδιά να συμπεραίνουν
Ποια είναι η καλύτερη μέθοδος διδασκαλίας της συμπερασματικής σκέψης σε παιδιά με προβλήματα στο λόγο;
Πέρα από την γενικότερη ενίσχυση του λεξιλογίου ενός μαθητή και της γνώσης που έχει για τον κόσμο, μια καλή μέθοδος βελτίωσης της συμπερασματικής δεξιότητας είναι οι ερωτήσεις – προβλέψεις. Ο μαθητής μπορεί να διαβάσει ένα απόσπασμα ενός βιβλίου και μετά να δεχτεί ερωτήσεις για το τι μπορεί να συμβεί στην συνέχεια και γιατί μπορεί να συμβεί αυτό αντί κάτι άλλου.
Πέρα από την γενικότερη ενίσχυση του λεξιλογίου ενός μαθητή και της γνώσης που έχει για τον κόσμο, μια καλή μέθοδος βελτίωσης της συμπερασματικής δεξιότητας είναι οι ερωτήσεις – προβλέψεις. Ο μαθητής μπορεί να διαβάσει ένα απόσπασμα ενός βιβλίου και μετά να δεχτεί ερωτήσεις για το τι μπορεί να συμβεί στην συνέχεια και γιατί μπορεί να συμβεί αυτό αντί κάτι άλλου.
Μία καλή αρχή για την διδασκαλία συμπερασματικής σκέψης στους μαθητές είναι η υποβολή τυπικών ερωτήσεων: ποιος, τι, γιατί, πού, και πότε.
Παραδείγματα ερωτήσεων:
1. Ποιος είναι αυτός ο άνδρας;
2. Γιατί βγαίνουν σπινθήρες/αστραπές από τα δάχτυλά του;
3. Τι πρόβλημα έχει;
4. Πού βρίσκεται;
5. Πότε συνέβη αυτό;
2. Γιατί βγαίνουν σπινθήρες/αστραπές από τα δάχτυλά του;
3. Τι πρόβλημα έχει;
4. Πού βρίσκεται;
5. Πότε συνέβη αυτό;
Το καλό με τις ερωτήσεις ποιος, τι, πού, πότε και γιατί, είναι πως δεν υπάρχουν όρια στις ερωτήσεις που μπορείτε να παράγετε αλλά και στις απαντήσεις που οι μαθητές μπορούν να σας δώσουν.